Το Θερινό Καταφύγιο
–for English see below–
Ο Bruno Latour στο δοκίμιο ‘Down to Earth: Politics in the New Climatic Regime’ (2018) επισημαίνει: «Το ανήκειν σε μια εδαφική περιοχή είναι το φαινόμενο εκείνο που χρειάζεται, περισσότερο από όλα τ’ άλλα, αναθεώρηση και σχολαστικό επαναπροσδιορισμό: η εκμάθηση νέων τρόπων κατοίκησης της Γης είναι η μεγαλύτερή μας πρόκληση. Η επιστροφή μας στο έδαφος είναι η αποστολή της πολιτικής σήμερα.»
Ύστερα από μια πανδημία και χρόνια χωρικών περιορισμών και αποστάσεων, η παγκοσμιοποιημένη ανάγκη να κατοικήσουμε, διαφορετικά, τις πόλεις και να ζήσουμε, αυθεντικά, στην ύπαιθρο αναδύεται σταθερά. Μακριά από τον αστικό βίο, η ελληνική ύπαιθρος – γόνιμοι αγροί, άγριες βουνοπλαγιές και το ατελείωτο μπλε του αρχιπελάγους – μας περιμένει, πότε αχόρταγα, πότε νωχελικά, σε μια επιστροφή αρχέγονη, μα όχι ανεξάντλητη, που ως χρονική καταφυγή αναζητά, αέναα, το χωρικό της ταίρι: εκείνο το ‘που’ και το ‘πως’ σε άμεση συνύπαρξη.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η αρχιτεκτονική καλείται, περισσότερο από ποτέ, να λειτουργήσει ως κοινωνική και ανθρωπιστική επιστήμη: επανεξετάζοντας, προτείνοντας και (ανα)σχεδιάζοντας ένα νέο μοντέλο ζωής και συνύπαρξης μεταξύ των πλασμάτων.
Τα ελληνικά νησιά ως τόποι διαφυγής, διασύνδεσης και περισυλλογής, με έντονο πολιτισμικό φορτίο και ιστορικό βάθος, απασχολούν, ενεργά, την αρχιτεκτονική κοινότητα.
Το θερινό καταφύγιο, ως αντίβαρο μιας ολοένα και πιο εντατικής αστικής ζωής, αναδεικνύεται αναπόσπαστο κομμάτι της ευημερίας του μετανεωτερικού ανθρώπου. Στενά συνδεδεμένο με την φύση, το τοπίο της υπαίθρου και έννοιες όπως η «καλοκαιρινή ραστώνη», η «αποσύνδεση», το «slow living» και το «Dasein»*, το θερινό καταφύγιο αποτελεί μια δυναμική έννοια που αναζητά, επιτακτικά, (επανα)προσδιορισμό.
*Dasein: ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς νεολογισμούς που εισήγαγε ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ και σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει, ‘είμαι παρών στον κόσμο’.

Τα τελευταία χρόνια, σε εγχώριο επίπεδο, οι δυνάμεις του υπερτουρισμού** φαίνεται να καθορίζουν, ραγδαία και εν πολλοίς ανεξέλεγκτα, το τοπίο της ελληνικής πόλης και της ελληνικής υπαίθρου με έμφαση στις μητροπόλεις και στα νησιά.
**υπερτουρισμός (νεολογισμός): το πολύ μεγάλο πλήθος τουριστών που επισκέπτονται μια περιοχή, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προβλημάτων στους κατοίκους των τουριστικών περιοχών ή προστριβών με αυτούς, που αντιλαμβάνονται τους πολλούς τουρίστες ως παράγοντα αναστάτωσης της καθημερινότητάς τους. [ορισμός από Eteron.org]

Εστιάζοντας στο αρχιπέλαγος, ο σχεδιασμός της εξοχικής κατοικίας μοιάζει να έχει χάσει το μέτρο σε επίπεδο κλίμακας, υποδομών και κατασκευαστικής λογικής κι ενσυναίσθησης.
Το καίριο ερώτημα ένα: τι γίνεται με τις Κυκλάδες;
«Έτσι, παραδόξως, η Αντίπαρος έχει τόσες πισίνες όσες η Ίος, η Σίφνος και η Σέριφος μαζί. Η Πάρος, από την άλλη πλευρά, έχει τον ίδιο αριθμό πισινών με τη Νάξο, την Ίο, τη Σίφνο, τη Σέριφο και τη Σύρο μαζί. Αν δεχτούμε τον αριθμό των πισινών ως δείκτη της τουριστικής ανάπτυξης, ο χάρτης καθιστά σαφές ότι η Πάρος, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός της, έχει υπερβεί κατά πολύ τις δυνατότητές της όσον αφορά τις υποδομές, τη διαχείριση των αποβλήτων και τους υδάτινους πόρους.» — ομάδα Digital Paros.
▪️Χρειαζόμαστε, αλήθεια, πισίνες στο χείλος της ακρογιαλιάς;
▪️Χρειαζόμαστε, αλήθεια, υπερμεγέθεις βίλες ως θερινά καταφύγια;
▪️Χρειαζόμαστε, αλήθεια, πολυτέλεια στην καλοκαιρινή ραστώνη;
Και ίσως το πιο σημαντικό ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος της σχεδιαστικής κοινότητας σε όλα αυτά;
Ακολουθώντας τη σκέψη του Latour, έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε τον (ανα)σχεδιασμό του τόπου και του τοπίου, δραστικά και με κριτική διάθεση, ως αυτό που, ουσιαστικά, είναι: μια αναγκαία πράξη επιβίωσης κι ευημερίας για την ζωή στον πλανήτη. Στην παγκοσμιοποιημένη εποχή της απόλυτης διασύνδεσης, που διανύουμε, χρειάζεται να επιστρέψουμε στα βασικά και να επανεξετάσουμε το σύστημα [έδαφος – νερό – ενέργεια] ως το κοινό μας σημείο αναφοράς, τους πολύτιμους και όχι ανεξάντλητους φυσικούς πόρους που μας θρέφουν και στέργουν ως σύνολο, σε μια συλλογική διαβίωση, ποτέ ξεχωριστά.

Σε αυτό το κλίμα και καταμεσής των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις πυρωμένες πόλεις, που βιώνουν σταθερά όλο και περισσότερους καύσωνες μακράς διάρκειας, ακολουθεί μια σειρά από ενεργές υποθέσεις.
Πριν γίνει αρχιτεκτονική, το θερινό καταφύγιο είναι δικαίωμα και κοινωνικό αγαθό.
Αντλώντας θεωρητικές αναφορές από τα κινήματα ‘slow movement (αργό κίνημα)’ και ‘degrowth (αποανάπτυξη ή απομεγέθυνση)’, που αντιτίθενται στους φρενήρεις ρυθμούς της μητροπολιτικής ζωής στον καπιταλισμό, φανταζόμαστε μια κοινωνία και έναν πλανήτη με παύσεις, ανάσες και κενά στο μέτρο του ανθρώπου.

«(…) μια πολιτιστική επανάσταση ενάντια στην ιδέα ότι το πιο γρήγορο είναι πάντα καλύτερο. Η Slow φιλοσοφία δεν προτείνει να γίνονται τα πάντα με ρυθμούς σαλιγκαριού αλλά στην κατάλληλη ταχύτητα. Να απολαμβάνεις τις ώρες και τα λεπτά παρά, απλώς, να τα μετράς. Να κάνεις τα πάντα όσο πιο καλά γίνεται αντί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Η προτεραιοποίηση της ποιότητας έναντι της ποσότητας στα πάντα, από τη δουλειά μέχρι το φαγητό και την διαπαιδαγώγηση.» — Carl Honoré, Καναδός δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου In Praise of Slow (2004).

Με αυτή τη συλλογιστική, το θερινό καταφύγιο διαμορφώνεται στα όρια του ουσιώδους και του απαραίτητου. Η σπηλιά του βράχου σε κάποια ακρογιαλιά. Το καλύβι καταμεσής του κάμπου. Η σκιά που κάνει το πλατάνι στην πλατεία του χωριού για να κάθονται οι μεγάλοι και να παίζουν τα παιδιά.
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα πάντα αλλάζουν. (…) όμως οι βασικές μας ανάγκες δεν αλλάζουν ποτέ. Η ανάγκη να σε δουν και να σε εκτιμήσουν είναι η ανάγκη του ανήκειν. Η ανάγκη για εγγύτητα, φροντίδα και αγάπη! Αυτά δίνονται μόνο μέσα από την βραδύτητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Για να τιθασεύσουμε τις αλλαγές, πρέπει να ανακτήσουμε την βραδύτητα, την περισυλλογή και την συλλογικότητα. Εκεί θα βρούμε μια πραγματική νέα αρχή.» — Guttorm Fløistad, Νορβηγός φιλόσοφος.

Ως δικαίωμα και αγαθό, το θερινό καταφύγιο είναι, εξ’ ορισμού, κοινό, διαμοιρασμένο, βαθιά δημοκρατικό. Απαντώντας στην πανανθρώπινη ανάγκη για ξεκούραση, διακοπή κι επαναφόρτιση, κοντά στη φύση, το θερινό καταφύγιο ξεπερνάει τις έννοιες της ιδιοκτησίας και της ιδιώτευσης και αναδύεται ως ανοιχτός τόπος συναναστροφής και συνάντησης σ’ ένα δυναμικό παρόν: πολυενδεχομενικό και συμπεριληπτικό.
“Στη χώρα απ’ όπου προέρχομαι, η γενιά των παππούδων μου δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για μακροπρόθεσμη σχεδιοποίηση, για εξωτερικότητες, για μετακίνηση των ηπείρων ή για διαστολή του Σύμπαντος. Όμως, εξακολουθούσαν, και στα γηρατειά ακόμη, να φυτεύουν ελιές και κυπαρίσσια, χωρίς να τους απασχολούν ζητήματα κόστους και απόδοσης. Ήξεραν ότι θα πέθαιναν, έσκαβαν όμως τη γη για τους επερχόμενους, αλλά ίσως και για τη γη την ίδια. Ήξεραν ότι, οποιαδήποτε “ισχύ” κι αν είχαν, η ισχύς αυτή δεν είχε ευεργετικά αποτελέσματα αν αυτοί δεν υπάκουαν στις εποχές, αν δεν πρόσεχαν τους ανέμους και δεν σέβονταν την ευμετάβολη Μεσόγειο, αν δεν έκοβαν τα δέντρα την ώρα που έπρεπε και δεν άφηναν το μούστο τον καιρό που χρειαζόταν για να βράσει. Δεν σκέφτονταν με όρους απειρότητας – ίσως να μην καταλάβαιναν και την έννοια της λέξης· όμως δρούσαν, ζούσαν και πέθαιναν σε ένα χρόνο αληθινά χωρίς τέλος.” —Κορνήλιος Καστοριάδης, Έλληνας φιλόσοφος.

Δεν είναι κάθε εξοχική κατοικία ένα θερινό καταφύγιο.
«Σπίτι με κήπον» Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες (βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα) αλλά για να ’χω ζώα. A να ’χω ζώα! Τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες, και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι. Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν. Aπό σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν. Θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια). Κι εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα, τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια, να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των. (Κ. Π. Καβάφης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877-1923, Ίκαρος 1993)
Στον σχεδιασμό της εξοχικής κατοικίας από την παραδοσιακή κυκλαδίτικη κατοικιά με τον φούρνο, τον στάβλο και το μποστάνι, που λειτουργούσε ως αυτόνομη μονάδα στέγασης και κάλυψης των αναγκών του ατόμου και της οικογένειας, έχουμε πάει στην άνευ τόπου και χρόνου πολυτέλεια. Πως βρεθήκαμε από το μεσογειακό Cabanon του Le Corbusier και το καλύβι, ορμητήριο και ησυχαστήριο, του Martin Heidegger στο Μέλανα Δρυμό στην υπερμεγέθη βίλα με πισίνα στο χείλος του Αιγαίου πελάγους;

Η σχεδιαστική κοινότητα μοιάζει να καλείται να επαναπροσδιορίσει την ανθρώπινη ανάγκη προσδίδοντας μέτρο και σύνεση στο περιττό: εκπαιδεύοντας και εκδημοκρατίζοντας. Και ίσως το πιο σημαντικό ερώτημα: πώς επιστρέφουμε, ως αρχιτέκτονες, σχεδιαστές και άνθρωποι, πίσω στα ουσιώδη, πίσω στα βασικά;
Παρατηρώντας την τοπογραφία των νησιών από ψηλά, σε επίπεδο masterplan, γίνεται, άμεσα, εμφανές πως πρέπει να μάθουμε να λέμε όχι.
Όχι στην αλλοίωση του παραδοσιακού συστήματος οργάνωσης του τοπίου ‘πεζούλα-ξερολιθιά’ από επιμήκεις υπέργειους όγκους και εκχωματώσεις για πισίνες και υπόσκαφα. Όχι στην υπερδόμηση. Όχι στην χρήση και εισαγωγή οικοδομικών υλικών που δεν είναι συνυφασμένα με τον τόπο. Όχι στην προτεραιοποίηση των αναγκών των επισκεπτών εις βάρος των μόνιμων κατοίκων σε επίπεδο υποδομών και καθημερινών συνηθειών. Όχι στη χλιδή και στην υπερβολή που αναπαράγει συνθήκες αστικής νεύρωσης στο λιτό τοπίο της υπαίθρου των Κυκλάδων. Όχι στην αχαλίνωτη και άνευ όρων εμπορευματοποίηση του καλοκαιρινού χωροχρόνου, της γης και της θάλασσας. Όχι στο μαρασμό της ευαισθησίας και της ενσυναίσθησης στο βωμό του αλόγιστου κέρδους της αγοράς.
Ναι στην διαιώνιση και τον εμπλουτισμό της έμφυτης λαϊκής κατασκευαστικής σοφίας και αρχιτεκτονικής γνώσης. Ναι στην οριζόντια ανάπτυξη των οικοσυστημάτων με συλλογικούς όρους που τα ίδια θεσπίζουν. Ναι στην διεπιστημονική συνεργασία για την εξυγίανση και διαφύλαξη του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Ναι στην κοινή υπαίθρια ζωή δίπλα από την θάλασσα και κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα από τ’ αστέρια και το σεληνόφως.
«Μια βόλτα στο δάσος είναι αναζωογονητική και θεραπευτική εξαιτίας της συνεχούς αλληλεπίδρασης όλων των αισθήσεων. Ο Μπασλάρ μιλάει για ‘πολυφωνία των αισθήσεων’. Η όραση συνεργάζεται με το σώμα και τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Η αντίληψη της πραγματικότητας οξύνεται και ξεκαθαρίζει από αυτή την διαρκή συσχέτιση. Η αρχιτεκτονική είναι, απαραίτητα, μια επέκταση της φύσης στην ανθρωπογενή σφαίρα παρέχοντας έδαφος κατανόησης και ορίζοντα εμπειρίας και κατανόησης του κόσμου.» — Juhani Pallasmaa, Φινλανδός αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός.

Το θερινό καταφύγιο ως προσωπική και συλλογική μήτρα.
Το θερινό καταφύγιο καλεί σε μια επιστροφή στα βασικά σε υπαρξιακό επίπεδο. Είναι ο τόπος κάθαρσης των περιττών, απέκδυσης των φορεμένων. Είναι ο τόπος αναγέννησης του προσωπικού και (επανα)σύνδεσής του στο συλλογικό με όρους συνειδητότητας. Είναι ο τόπος όπου η εμπειρία γίνεται αφορμή και η ιδέα πράξη.

Πως μοιάζει ένας τέτοιος χώρος;
Πως τον αναγνωρίζουμε;
Μήπως μας μοιάζει;
Σίγουρα μας μοιάζει και σίγουρα του μοιάζουμε επιλέγοντάς τον.
Ξεκινώντας από το αρχετυπικό καταφύγιο, την σπηλιά, το θερινό καταφύγιο είναι μια μήτρα που εκκολάπτει τον άνθρωπο ορίζοντας και επανακαθορίζοντας την έξοδό του στον κόσμο των πραγμάτων.

Πως σχεδιάζεται μια μήτρα; Η απάντηση απλή: δεν σχεδιάζεται.
Η μήτρα υπάρχει, λειτουργεί, προσαρμόζεται και αλλάζει δίχως τη δική μας βούληση. Η μήτρα «είναι» κι εμείς χρειάζεται να μάθουμε να υπάρχουμε μέσα στο «είναι» αυτό. Να μια σχεδιαστική αποστολή: να μάθουμε στους ανθρώπους να βλέπουν, να παρατηρούν, να εντάσσονται, να συχνάζουν. Να μάθουμε στους ανθρώπους να συνδιαλέγονται, να επικοινωνούν και όχι να διατάζουν. Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής, εν προκειμένω, δεν είναι η «εκ του μηδενός» δημιουργία αλλά η κατανόηση, η αποκωδικοποίηση, η διαχείριση και, εν τέλει, η ενσωμάτωση της υπάρχουσας γνώσης, του υπάρχοντος εδάφους, του υπάρχοντος έργου και των υπαρχουσών δομών και υποδομών στα μέτρα της σύγχρονης κοινωνίας που θέλουμε να υπάρχουμε. Το θερινό καταφύγιο δεν είναι κάτι που παραδίδεται κατά παραγγελία. Δεν πουλιέται και, ασφαλώς, ούτε αγοράζεται. Δημιουργείται μέσα από την εμπειρία της αναζήτησης και ανακαλύπτεται σαν μια μυσταγωγία.
«Αύγουστος» Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα. Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο. Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης, ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση. (Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, 4ος τ., εκδ. Κέδρος)
Ιστορία 1η
Το σπίτι του Καπετάν Ηλία στην Ύδρα από το αρχιτεκτονικό γραφείο KP Office

Ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Πίττας ανακαινίζει ένα αιωνόβιο αρχοντικό στην Ύδρα φέρνοντας στην επιφάνεια την έμφυτη μαγεία της λαϊκής αρχιτεκτονικής του παράδοσης που το καθιστά διαχρονικό και κατ’ επέκταση βιώσιμο.


Στη συνέντευξη που έδωσε στη Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου, ο αρχιτέκτονας ξετυλίγει το νήμα με τις ιστορίες του σπιτιού που περιστρέφονται γύρω από μια παραδοσιακή στέρνα, που αποκαταστάθηκε και επανήλθε σε λειτουργία, μια ξύλινη καραβόσκαλα, που αποκτά νέα μορφή, και μια σειρά από πολύχρωμες τοιχογραφίες, που αποκαλύφθηκαν σχολαστικά, μέσα από μια σχεδόν αρχαιολογική διαδικασία.


Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία του αρχοντικού στην Ύδρα, εδώ!
Ιστορία 2η
Mill House στη Λευκάδα από το αρχιτεκτονικό γραφείο Caterina Viguera Studio

Η αρχιτέκτονας Caterina Viguera μετέτρεψε ένα ελαιοτριβείο του 19ου αιώνα στη Λευκάδα σε μια εποχική οικογενειακή κατοικία επανεξετάζοντας παραδοσιακές αρχιτεκτονικές δομές της λαϊκής νησιωτικής αρχιτεκτονικής όπως η μεσάντρα.

Εμποτισμένο με αιώνες συλλογικού μόχθου και πυρηνικές αναμνήσεις της τοπικής αγροτικής κοινότητας, το κτήριο έρχεται στον τρίτο αιώνα ζωής του ως μια κατοικία-θερινό καταφύγιο: γοητευτικά ροζ και πολυλειτουργική. Το ελαιοτριβείο γίνεται σπίτι μπολιασμένο με την σοφία της παράδοσης και την παστέλ αύρα ενός σύγχρονου μινιμαλισμού.


Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία του ελαιοτριβείου στη Λευκάδα που έγινε σπίτι, εδώ!
Ιστορία 3η
Ανασχεδιασμός παραδοσιακής, πετρόχτιστης, κατοικίας στην ορεινή Πελοπόννησο από τους Point Supreme

Στο τρίτο επεισόδιο, ακολουθούμε το αρχιτεκτονικό γραφείο Point Supreme στη πρόσφατη ανακαίνιση διώροφης παραδοσιακής, πετρόχτιστης, κατοικίας στην ορεινή Πελοπόννησο, για μια τετραμελή οικογένεια. Χτισμένη με πέτρα, έναν αιώνα πριν, από τη λαϊκή σοφία, που γεννιέται απ’ την ανάγκη, η κατοικία αντανακλά, στο σήμερα, έναν άλλο τρόπο ζωής, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον κύκλο της φύσης, τη συνύπαρξη με τα ζώα και τη χειρωνακτική ζωή. Η αδρή, ακατέργαστη, φύση του κτίσματος αποκαθίσταται στα σημεία που χρειάζονταν υποστήριξη όπως η οροφή και διατηρείται αυτούσια με την πέτρα, το ξύλο, το σοβά και τη λάσπη να εξακολουθούν ν’ αποτελούν τις βασικές υλικότητες της χωρικής εμπειρίας του έργου.


Με αυτή την αφορμή, η αρχιτέκτονας και αρχισυντάκτρια του Archisearch.gr, Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου, μίλησε με τον συν-ιδρυτή του γραφείου, Κωνσταντίνο Πανταζή, για την αρχιτεκτονική ως ‘τέχνη της προσαρμογής’ – μια πολιτική πράξη που ασκείται στο υλικό αποτύπωμα του κοινωνικού σαν αρχαιολογική ανασκαφή λειτουργώντας, πολύ συνειδητά, ως φορέας εκπολιτισμού.






Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία της κατοικίας στη Πελοπόννησο, εδώ!
Ιστορία 4η
Casa Rumeu στον παραθαλάσσιο οικισμό Cadaqués, στις ακτές τις Κόστα Μπράβα στην Ισπανία από το αρχιτεκτονικό γραφείο gr-os architects




Στο τέταρτο επεισόδιο, ακολουθούμε το αρχιτεκτονικό γραφείο gr-os architects στην πρόσφατη αποκατάσταση της Casa Rumeu στον παραθαλάσσιο οικισμό Cadaqués, στις ακτές τις Κόστα Μπράβα στην Ισπανία, που αναδεικνύει και ενισχύει την εμβυθιστική ικανότητα του σπιτιού να γεφυρώνει τον παγκόσμιο μοντερνισμό με το χαρακτηριστικό ιδίωμα του τοπίου και του τόπου.


Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία της Casa Rumeu, εδώ!
Ιστορία 5η
Αποκατάσταση παραδοσιακής Κυκλαδίτικης κατοικίας στην αγροτική κοιλάδα του Μέριχα στην Κύθνο από τους ΑΝΑΚΤΑΕ

Στο πέμπτο επεισόδιο, ακολουθούμε το αρχιτεκτονικό γραφείο ANAKTAE στην αποκατάσταση μιας τυπικής αγροτικής “καλύβας” στο νησί της Κύθνου στις Κυκλάδες με στόχο να αποτελέσει ένα καταφύγιο επιστροφής στα ουσιώδη.

Τρεις πέτρινες κατασκευές του 19ου αιώνα, χτισμένες με την παραδοσιακή τεχνική της ξερολιθιάς, ενώνονται, μέσα από ήπιες σχεδιαστικές κινήσεις, σε ένα ενιαίο χωρικό σύνολο που αποτελείται από εσωστρεφή σπηλαιώδη δωμάτια κατοίκησης, ανοιχτές υπαίθριες αυλές και δώματα, πατημένη γη, ταβάνια από ψάθα και καλαμωτές, αδρές υφές από πέτρα, ξύλο κι ασβέστη.


Ριζωμένο στη μνήμη περασμένων αιώνων και δεμένο, αδιάρρηκτα, με την καλλιέργεια της γης, τα χνώτα των ζώων, τη μυρωδιά του ψωμιού, το κρασί και τ’ αμπέλια, το μαντρί, το πατητήρι, τη στάνη, αυτό το θερινό καταφύγιο στη κοιλάδα του Μέριχα φιλοξενεί ταξιδιώτες που δεν λέγονται ξένοι γιατί κρατούν το μυαλό στη καρδιά.

Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία για την αποκατάσταση της παραδοσιακής αγροτικής κατοικιάς στη κοιλάδα του Μέριχα, εδώ!
Ιστορία 6η
Lassi: ένα “λυόμενο” θερινό καταφύγιο στη Κεφαλονιά από το γραφείο Antipas Jones architects βγάζει ρίζες στη μνήμη

Η σειρά αρθρογραφίας ‘Το Θερινό Καταφύγιο’, σε επιμέλεια της πλατφόρμας Archt. για το Archisearch, εστιάζει σε εξοχικές κατοικίες που στεγάζουν την περισυλλογή, τα όνειρα και τη μνήμη· σε άμεση σύνδεση με την φύση, το τοπίο της υπαίθρου και έννοιες όπως η «καλοκαιρινή ραστώνη», η «αποσύνδεση», το «slow living» και το «Dasein» του Μάρτιν Χάιντεγκερ – την τέχνη του να είσαι παρών στη στιγμή.


Στο έκτο επεισόδιο, ακολουθούμε το αρχιτεκτονικό γραφείο Antipas Jones architects να μετατρέπει ένα από τα χαρακτηριστικά «λυόμενα» σπίτια της Κεφαλονιάς, που λειτούργησαν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1953 ως κατοικίες σεισμοπλήκτων, σε θερινό καταφύγιο μιας οικογένειας στη Λάσση με βάση τις αρχές της αντι-κατεδαφιστικής και οικονομικά προσιτής «αρχιτεκτονικής της προσθήκης» των Lacaton & Vassal που θέτει στο επίκεντρο – όπως κάθε καταφύγιο – τη ζωή, τον άνθρωπο και τις απλές ανάγκες του.

Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία του Lassi, εδώ!
The Summer Refuge
Bruno Latour, in his essay ‘Down to Earth: Politics in the New Climatic Regime’ (2018), points out: “Belonging to a territory is the phenomenon that requires, more than anything else, rethinking and meticulous redefinition: the learning of new ways of inhabiting the Earth is our greatest challenge. Our return to the ground is the mission of politics today.”
After a pandemic and years of spatial constraints and distance, the globalized need to inhabit cities differently — and to live authentically in the countryside — steadily resurfaces. Far from urban life, the Greek countryside — fertile fields, wild mountain slopes, and the endless blue of the archipelago — awaits us, sometimes insatiably, sometimes languidly, in a return that is primordial, though not inexhaustible, and perpetually in search of its spatial counterpart: the ‘where’ and ‘how’ in direct coexistence.

Within this condition, architecture is called, now more than ever, to function as a social and humanitarian science: to re-examine, propose, and (re)design a new model of living and coexistence between creatures.
The Greek islands — as places of escape, connection, and contemplation, laden with intense cultural and historical depth — actively concern the architectural community.

The summer refuge, as a counterbalance to an increasingly intensive urban life, emerges as an inseparable component of the postmodern human’s well-being. Closely connected to nature, to the rural landscape, and to notions such as ‘summer idleness’, ‘disconnection’, ‘slow living’, and ‘Dasein*’, the summer refuge represents a dynamic concept that urgently seeks (re)definition.
*Dasein: one of the characteristic neologisms introduced by the German philosopher Martin Heidegger, freely translated as ‘being present in the world’.
Nowadays in Greece, the forces of overtourism** have rapidly and mostly uncontrollably shaped the landscape of Greek cities and countryside alike, with particular emphasis on the metropolises and islands.
**overtourism (neologism): the very large influx of tourists visiting an area, resulting in problems for the residents of tourist destinations or conflicts with them, as they perceive the many tourists as a disruption to their daily life. [definition from Eteron.org]

Focusing on the archipelago, the design of the vacation house seems to have lost its sense of scale.
The critical question is one: What is happening in the Cyclades?
“Paradoxically, Antiparos has as many swimming pools as Ios, Sifnos, and Serifos combined. Paros, on the other hand, has the same number of pools as Naxos, Ios, Sifnos, Serifos, and Syros together. If we accept the number of pools as an indicator of tourist development, the map makes it clear that Paros, considering its size, has greatly exceeded its capacities in terms of infrastructure, waste management, and water resources.” — Digital Paros collective.
▪️Do we really need swimming pools at the edge of the shore?
▪️Do we really need oversized villas as summer refuges?
▪️Do we really need luxury during summer idleness?
And perhaps the most important question: What is the role of the design community in all this?
Following Latour’s thinking, it is time to treat the (re)design of place and landscape decisively and critically as what it essentially is: a necessary act of survival on this planet. In our hyperconnected, globalized era, we need to return to the fundamentals and reconsider the [land – water – energy] system as our common reference point — the precious, and not inexhaustible, natural resources that sustain us and shelter us as a whole, in collective habitation, never in isolation.

Within this context and amid the consequences of climate change on cities increasingly suffering prolonged heatwaves, a series of active assumptions follow.
Before it becomes architecture, the summer refuge is a right and a social good.
Drawing theoretical references from Slow Living and Degrowth movements — opposing the frantic pace of metropolitan capitalist life — we envision a society and a planet with pauses, breaths, and human-scaled intervals.
“(…) a cultural revolution against the idea that faster is always better. The philosophy of Slow doesn’t propose doing everything at a snail’s pace but at the right speed. To savor the hours and minutes instead of merely counting them. To do everything as well as possible rather than as quickly as possible. To prioritize quality over quantity in everything, from work to food to child-rearing.” — Carl Honoré, Canadian journalist and author of ‘In Praise of Slow’ (2004).

With this line of thought, the summer refuge takes shape in the periphery of essential and necessary. The rock cave at a seaside. The hut in the middle of a field. The shade of a plane tree in the village square for the elders to sit and the children to play.
“The only certainty is that everything changes. (…) yet our fundamental needs never change. The need to be seen and valued is the need to belong. The need for closeness, care, and love! These are given only through slowness in human relationships. To tame change, we must reclaim slowness, reflection, and collectivity. There lies a true new beginning.” — Guttorm Fløistad, Norwegian philosopher.

As a right and a good, the summer refuge is by definition common, shared, and deeply democratic. Responding to the universal human need for rest, reprieve, and reconnection with nature, the summer refuge transcends notions of ownership and privacy and emerges as an open, inclusive place for socializing and meeting in a dynamic present.
“In the country I come from, my grandparents’ generation had never heard of long-term planning, externalities, continental drift, or cosmic expansion. Yet, even in old age, they planted olive trees and cypresses, undeterred by issues of cost or return. They knew they would die, yet they dug the earth for those to come — and perhaps for the earth itself. They knew that whatever ‘power’ they held, it was useless if they didn’t obey the seasons, heed the winds, and respect the capricious Mediterranean, if they didn’t cut trees at the proper time, or let the must ferment as long as needed. They didn’t think in terms of infinity — perhaps didn’t even grasp the concept — but they acted, lived, and died in a truly endless time.” — Cornelius Castoriadis, Greek philosopher.

Not every vacation house is a summer refuge.
In the design of vacation homes — from the traditional Cycladic dwelling with its oven, stable, and vegetable garden functioning as a self-sufficient unit — we’ve arrived at placeless and timeless luxury. How did we get from Le Corbusier’s Cabanon and Heidegger’s Cabin in the Black Forest to oversized villas with pools at the edge of the Aegean sea?

The design community seems called upon to reframe human need by restoring measure and prudence to the superfluous: by educating and democratizing. And perhaps the most important question: how do we return, as architects, designers, and people, to the essentials, to the fundamentals?
Observing the topography of the islands from above, at a masterplan scale, it becomes immediately clear; we need to learn to say no.
No to the distortion of the traditional ‘terrace-dry-stone-wall’ landscape system by elongated volumes and excavations for pools and underground constructions. No to overbuilding. No to the use and import of construction materials disconnected from the local character. No to prioritizing visitors’ needs over permanent residents’ daily habits and infrastructure. No to ostentation and excess that reproduce urban neurosis in the sparse landscape of the Cyclades. No to the unrestrained and unconditional commodification of summer time-space, of land and sea. No to the withering of sensitivity and empathy at the altar of unchecked market profit.
Yes to the perpetuation and enrichment of innate folk constructive wisdom and architectural knowledge. Yes to the horizontal development of ecosystems on collective terms set by the ecosystems themselves. Yes to interdisciplinary collaboration for the healing and protection of both natural and built environments. Yes to a shared outdoor life beside the sea and under the sun, among the stars and moonlight.

“A walk in the woods is invigorating and healing because of the constant interplay of all the senses. Bachelard speaks of a ‘polyphony of the senses.’ Vision collaborates with the body and the other senses. The perception of reality sharpens and clarifies through this continuous association. Architecture is necessarily an extension of nature into the human sphere, providing a ground for understanding and a horizon for experience and comprehension of the world.” — Juhani Pallasmaa, Finnish architect and academic.
The summer refuge as personal and collective womb.
The summer refuge calls for a return to the fundamentals at an existential level. It is the place of purification from the superfluous, the shedding of imposed identities. It is a place of personal rebirth and (re)connection to the collective, on conscious terms. A place where experience becomes motive and idea becomes action.
What does such a space look like?
How do we recognize it?
Does it resemble us?
Surely, it resembles us, and we resemble it by choosing it.
Starting from the archetypal refuge — the cave — the summer shelter is a womb incubating the human, defining and redefining their re-emergence into the world of things.

How is a womb designed? The answer is simple: it isn’t.
The womb exists, functions, adapts, and transforms without our will. The womb ‘is’, and we need to learn to exist within it. Here is a design mission: to teach people to see, to observe, to integrate, to gather. To teach people to converse, to communicate — not to command. The role of architecture here is not to create out of nothing but to comprehend, decode, manage, and ultimately integrate existing knowledge, terrain, work, structures, and infrastructures to fit the kind of contemporary society we wish to inhabit.

The summer refuge is not something to be ordered, sold, or bought. It is created through the experience of seeking and is discovered like a rite.

Story One
Captain Elias Hydriot House by KP Office

KP Office led by architect Konstantinos Pittas renovated a century-long traditional mansion in Hydra bringing to surface its innate architectural wisdom that makes it timeless meaning resilient.

Melina Arvaniti-Pollatou talks with Konstantinos Pittas about Captain Elias House and the stories it carries – stories woven around a carefully restored to functional use traditional sterna, a reimagined steep wooden staircase, and colourful murals meticulously revealed through an almost archaeological process.


Read the whole story about Captain Elias Hydriot House, here!
Story Two
Mill House in Lefkada by Caterina Viguera Studio

The second episode, follows architect Caterina Viguera transforming a centuries-old olive press, dating back to the 1820s in one of Lefkada’s ancient villages, into a seasonal family home embodying an ideal example of a summer refuge.

Enriched with the collective labour and core memories of the village, Mill House comes to life effortlessly pink, reimagining traditional features of vernacular Greek island architecture.

Multifunctional, culturally layered, and historically charged, Mill House enters its third century reinforced by the wisdom of tradition and imbued with the pastel aura of minimal modernity.

Read the whole story about Mill House, here!
Story Three
Peloponnese House by Point Supreme

The third episode, follows Point Supreme Architects in the recent restoration and redesign of a two-story traditional stone-built house in the mountains of Peloponnese, designed for a family of four. Built of stone a century ago by folk wisdom born out of necessity, the house reflects, in the present day, a different way of life—one inseparable from the cycles of nature, coexistence with animals, and manual labor. The rough, raw character of the structure is restored where support was needed, such as the roof, and preserved in its entirety, with stone, wood, plaster, and mud continuing to define the project’s spatial experience.


On this occasion, the architect and editor-in-chief of Archisearch.gr, Melina Arvaniti-Pollatou, spoke with the studio’s co-founder, Konstantinos Pantazis, about architecture as an “art of adaptation” – a political act that is exercised upon the material world, like an archaeological excavation, functioning very consciously as an agent of civilization.







Read the whole story about Peloponnese House, here!
Story Four
Casa Rumeu in Cadaqués, Spain by gr-os architects




The fourth episode, follows gr-os architects in the recent restoration of Casa Rumeu in Cadaqués, Costa Brava, Spain highlighting and intensifying the house’s immersive qualities to bridge universal modernism with the local vernacular character of Cadaqués.


Read the whole story about Casa Rumeu, here!
Story Five
Restoration of a traditional rural Cycladic “hut” in the valley of Merichas, on the island of Kythnos, by ANAKTAE

The fifth episode, follows ANAKTAE in the recent restoration of a traditional summer house (=kalyva) in the rural valley of Merichas, on the island of Kythnos, so rooted in memory and the spirit of land that makes an ideal refuge for those who can feel it, a shelter for restless travelers who learn by heart.

Not every summer house is a summer refuge but this one brought back to life by ANAKTAE definitely is related much more with the ground than with manmade manners and plans. Summer here is more a destination than a slither in time. It’s not endless yet it’s endlessly layered, deep and derives from the heart. By recognizing this, ANAKTAE not just noticed but they listened creating a peaceful refuge for the mind, body and soul closely related to memory, nature, and land.

Built in the late 19th century, three scattered stone structures echo the remnants of a self-sustaining way of life when the house functioned as an autonomous unit for working the land and feeding the needs of the man. Dry-stone walling, the traditional construction method called xerolithia, makes the buildings happen directly out of the hand, without mortar, as an indigenous marvel born out of vernacular knowledge, innate skills and the need to build along the landscape and not against the land.

In this handcrafted universe, ANAKTAE restored meaning and purpose. “Nothing is added without need. Water is drawn from the well. Electricity powers a single fridge. Life unfolds with the sun and fades with the dark. No screens, no signals, just silence”, say the architects. Unleashed in the face of earth, life here meets a feeling of eternal return in a motherly womb, in a place of the heart. Cave-like interior spaces lead to outdoor terraces like private and common, enclosed and open are interweaved throughout this home’s everyday living experience expanding time and space to their maximum capacity, clarity and rhythm. Yellow mustard and old rose pink flooring meets reed-lined ceilings, traditional furnishings and heirlooms from another era in an outer shell made out of stone, lime, and wood.


Read the whole story about the restoration of this rural hut in the valley of Merichas, here!
Story Six
Lassi: a kit house summer refuge by Antipas Jones architects roots in memory


In The Summer Refuge series, curated by Archt. for Archisearch, we focus on summer houses that shelter time, memory and dreams closely connected to nature, to rural landscape, to vernacular architecture, and to notions such as ‘summer idleness’, ‘disconnection’, ‘slow living’, and Martin Heidegger’s ‘Dasein’ namely the art of being present in the world.


The sixth episode, follows Antipas Jones architects transforming one of the distinctive kit houses (“lyomena”) of Kefalonia, originally used as emergency housing after the destructive 1953 earthquake that struck Ionian islands, into a summer refuge for a family in Lassi based on the principles of the affordable, never-demolish “architecture of addition” by Lacaton & Vassal that prioritizes – just like any refuge should do – everyday life, ordinary people and their simple yet so meaningful needs.
